παμμάχως

παμμάχως
πάμμαχος
ready
adverbial
πάμμαχος
ready
masc/fem acc pl (doric)
παμμάχος
adverbial
παμμάχος
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάμμαχος — ή παμμάχος, ον (Α) 1. έτοιμος ή ικανός για κάθε είδους μάχη, αυτός που μπορεί να αντεπεξέλθει σε κάθε μάχη 2. παγκρατιαστής που αγωνίζεται σε κάθε είδους αγώνα 3. αυτός που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να νικήσει («οὐ φαῡλος ἀλλὰ παμμάχος ἀγὼν ὁ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”